ορυκτογνωσία

ορυκτογνωσία
η
η εμπειρική διάγνωση τών ορυκτών με βάση ορισμένα φυσικά και κρυσταλλογραφικά γνωρίσματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oryctognosy (< ορυκτό + -γνωσία < -γνώστης < γιγνώσκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορυκτογνωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτογνωσία ή στον ορυκτογνώστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Αθήναιον] …   Dictionary of Greek

  • ορυκτογνώστης — ο αυτός που ασχολείται συστηματικά με την ορυκτογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + γνώστης (< γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”