- ορυκτογνωσία
- ηη εμπειρική διάγνωση τών ορυκτών με βάση ορισμένα φυσικά και κρυσταλλογραφικά γνωρίσματά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oryctognosy (< ορυκτό + -γνωσία < -γνώστης < γιγνώσκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο].
Dictionary of Greek. 2013.